- ασπρομάλλης, -α, -ικο
- (το θηλ. και ασπρομαλλού και -ούσα), αυτός που έχει άσπρα μαλλιά, ο γέρος: Συχνά συναντούσε στο δρόμο του έναν ασπρομάλλη κύριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.